Κατηγορία: Μ

Μονάντερος:

Αυτός που δεν χορταίνει, ο αχόρταγος.

Αγιέμ’ πού τού βάν’ς τόσου φαί; μονάντερος είσι;

Τι μ’ ιέχ’ς; μορόζα!

Τι με έχεις; αγαπητικιά.

Το μορόζα προέρχεται απ’ την ιταλική λεξη amorosa που σημαίνει ερωτευμένη, αγαπητικιά,ερωμένη.

Η λέξη μορόζα όταν αναφέρεται στα χωριά, έχει υποτιμητικό χαρακτήρα, και δηλώνει την γυναίκα που ειναι στην σκιά της ζωής ενός άντρα, είναι παράνομη, ή δηλώνει την σύζυγο που της φέρεται ο άντρας της σαν αγαπητικιά, δεν την συνοδεύει σε κοινωνικές εκδηλώσεις, και γενικότερα δεν της φέρεται ανάλογα.

Μούκ μούκ:

Σιγά σιγά, ράθυμα. Αντίθετο είναι το “Λάχ λάχ” γρήγορα γρήγορα.

Αι γιέ’μ κάνι γλήγορα, μούκ μούκ μια ουώρα! Μιέχρι να σκώει’ς του ιένα βρουμάει τ’άλλου!

Μούμτζας:

Μεγάλο έντομο. Μεταφορικά χρησιμοποιείται ώς ειρωνεία για κάποιον πού είναι κουτός και αφελής.

Αρέ ντίπ μούμτζας είσι; δεν ιέμοιασις ούτι τουσουϊά στούν πατιέρα’ς απ’ τ’άχ’ τιτρακόσσια!

Μπουχλάβα:

Μειωτικός χαρακτηρισμός για παχιά γυναίκα.

Ποιά αρέ αυτήν η μπουχλάβα είνι η γ’ναίκατ’;

Μονόλυκας, ή μονόλυκος:

Ο μοναχικός λύκος. Μεταφορικά για κάποιον που αρέσκεται στό να είναι συνεχώς μόνος.

Πιδάκι’μ μη καθέσαι σα μονόλυκας μες’ του σπίτ’, βγιέκα σα όξου να δείς λίγου κόσμου.

 

 

Μέγας:

Δυτικός άνεμος ο γνωστός Πουνέντες. Ο μέγας άνεμος στην περιοχή του νομού Φθιώτιδας φυσάει απ’ το Βελούχι.

Αυτός πιδάκι’μ είναι μέγας απ’ φσάει, δε γλέπ’ς απ’ μας αλαμάνιασι;

Μουραμπάς, μουραμπεία:

Ιστορία με αστείο περιεχόμενο, χαζομάρα.

Οι παλιοί απ’ όλεγαν μουραμπείες καλές κι σουστές ιέλιγαν! τ’ γιέρου τς’ πουρδές να μη τς’ ακούς! να ακούς μαναχά τς’ διάτες’τ!

error: Content is protected !!